Εισαγωγή[1]

Αντικείμενο της εργασίας αυτής αποτελεί η καταγραφή, παρουσίαση και διερεύνηση των μορφών συλλογικής δράσης των αγροτών και της οργανωτικής συγκρότησης του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια του της "πρώτης" ή "πρώϊμης" μεταπολίτευσης (1974-1981). Μεταξύ δηλαδή της συγκυρίας της (ομαλής) μετάβασης στον αστικό κοινοβουλευτισμό το 1974, χρονιάς κατά την οποία ξεσπούν οι πρώτες –αυθόρμητες ή μη- αγροτικές κινητοποιήσεις αλλά και ανασυστήνονται οι πρώτοι αγροτικοί σύλλογοι (συνδικαλιστικές οργανώσεις) μετά την απαγόρευσή τους το 1967, έως το 1981, χρονολογία η οποία συνιστά ορόσημο τόσο όσον αφορά το πλαίσιο άσκησης της αγροτικής πολιτικής στη χώρα μας, όσο και για την πορεία (μετ-)εξέλιξης του μεταπολιτευτικού αγροτικού κινήματος, καθώς από 1-1-1981 η χώρα εντάσσεται στην τότε Ε.Ο.Κ. –εξέλιξη που σηματοδοτεί ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο άσκησης της κρατικής αγροτικής πολιτικής, καθώς η εισροή των ευρωπαϊκών προγραμμάτων επιδότησης της αγροτικής παραγωγής συνέβαλαν καταλυτικά στην –πρόσκαιρη, όπως αποδείχθηκε- σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των αγροτικών οικογενειών. Παράλληλα, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία σηματοδοτεί την εκκίνηση μιας διαδικασίας μετάλλαξης  του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος (με ρήξεις βεβαίως στο εσωτερικό του – οι οποίες αποτυπώνονται στις εργασίες του 4ου Συνεδρίου της Γενικής Συνομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ελλάδας, στις αρχές Ιουλίου του 1986[2]) στην κατεύθυνση της σύμβασης[3]: της επίσημης, κρατικής αναγνώρισης και θεσμικής κατοχύρωσης των συλλογικών του οργάνων  και της ενσωμάτωσής των στο κρατικό δίκτυο άσκησης της αγροτικής πολιτικής. Παράλληλα, η συνιστώσα του ΠΑΣΟΚ στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, μεταχειριζόμενη ποικίλες μεθόδους και εκμεταλλευόμενη το περιβόητο «μορατόριουμ» του ΚΚΕ έως το 1985, επιχειρεί να μετατρέψει τους Αγροτικούς Συλλόγους σε συλλογικό κλακαδόρο της κυβερνητικής πολιτικής και του πρωθυπουργού, στο γνωστό σκηνικό του εορτασμού της επετείου του Κιλελέρ[4].
Η προβληματική της εργασίας δομείται στο πλαίσιο τεσσάρων μεθοδολογικών αξόνων: α) της  ανάλυσης της κοινωνικο-οικονομικής διάρθρωσης και των τάσεων εξέλιξης της ελληνικής αγροτικής κοινωνίας και οικονομίας κατά την περίοδο 1950-1980 [πραγωγική δομή και παραγωγικές σχέσεις, κονωνικο-δημογραφικά δεδομένα του αγροτικού τομέα, τάξεις μεγέθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, εξέλιξη του αγροτικού εισοδήματος, παραγωγική εξειδίκευση κατά γεωγραφικό διαμέρισμα, μορφές και τάσεις του κρατικού παρεμβατισμού στην αγροτική οικονομία], β)  της παρουσίασης του πλαισίου πολιτικών ευκαιριών, δηλαδή των πολιτειακών, πολιτικών και θεσμικών αποκρυσταλλώσεων της περιόδου 1974-1981, όπως αυτές επικαθορίστηκαν από τον δομικό, ουσιαστικό μετασχηματισμό της προηγούμενης καθεστωτικής μορφής, με την αναδόμηση και εσωτερική αναδιάταξη των κέντρων εξουσίας του ελληνικού αστισμού, την εμφάνιση νέων πολιτικών σχηματισμών, την ανάπτυξη συγκρουσιακών και αντισυμβατικών συλλογικών δράσεων αλλά και την αντίστοιχη όξυνση της κρατικής καταστολής σε συγκυρίες ή "στιγμές" κινηματικής ανάτασης, β) της παρουσίασης και ανάλυσης των οργανωτικών δομών και μορφών συλλογικής δράσης του αγροτικού κινήματος, όπως αυτές αναδεικνύονται από τη θεσμική συγκρότηση (ανασύσταση παλαιών Αγροτικών Συλλόγων και ίδρυση νέων) - πανελλαδική οργανωτική δικτύωση (σημείο καμπής της οποίας αποτελεί το 1ο Πανελλαδικό Συνέδριο της ΓΕΣΑΣΕ τον Μάρτιο του 1977) και τις διεκδικητικές πρακτικές αντίστοιχα, δ) την παρουσίαση των αξιακών πλαισιώσεων: των πολιτικο-ιδεολογικών εγκλήσεων και συλλογικών συμβολικών αναπαραστάσεων του αγροτικού κινήματος, οι οποίες, οπωσδήποτε αποτέλεσαν προωθητικό παράγοντα για την ανάπτυξη μαζικών διεκδικητικών πρακτικών.


α) Τάσεις εξέλιξης της κοινωνικο-οικονομικής διάρθρωσης του ελληνικού αγροτικού τομέα(1950-1980)


Με την εφαρμογή της Αγροτικής Μεταρρύθμισης του Μεσοπολέμου και την διανομή της γης στους καλλιεργητές της, η ελληνική αγροτική οικονομία (ανα)συγκροτείται στη βάση του μικροϊδιοκτησιακού μοντέλου αγροτικής παραγωγής. Σύμφωνα με την πρώτη μεταπολεμική απογραφή, αυτή του 1951, ο παραγωγικός ιστός της ελληνικής αγροτικής οικονομίας διαρθρωνόταν σε 1.014.749 αγροτικές εκμεταλλεύσεις[5]. Ωστόσο, με μια σειρά παρεμβάσεων των κρατικών υπηρεσιών αγροτικής πολιτικής κατά τα επόμενα χρόνια, επήλθε μια νέα –μικρότερης έκτασης βέβαια από την εμπειρία του μεσοπολέμου- αναδιάρθρωση των γαιοκτησιακών δομών. Συγκεκριμένα, βάσει του Νόμου 2185/15-8-1952 περί «αναγκαστικής απαλλοτριώσεως γης προς αποζημίωσιν αγροτών και κτηνοτρόφων», απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια και εξαγοράστηκαν μοναστηριακά κτήματα συνολικής έκτασης 4,5 εκατ. στρεμμάτων, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 επιπλέον 400.000 στρέμματα αξιοποιήθηκαν με δημόσια εγγειοβελτιωτικά έργα[6]. Έτσι, με την νέα αυτή αναπροσαρμογή των έγγειων σχέσεων δημιουργήθηκαν άλλες 124.630 νέες αγροτικές εκμεταλλεύσεις[7]. Γι’ αυτό το λόγο, μια μεθοδολογικά ακριβής ανάλυση των τάσεων εξέλιξης της μεταπολεμικς αγροτικής οικονομίας θα πρέπει να λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης τα στατιστικά δεδομένα της απογραφής του 1961. Οι Πίνακες 1 και 2 παρουσιάζουν την κατανομή των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και εκτάσεων κατά τάξεις μεγέθους για την περίοδο 1961-1981:



ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Αριθμός Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων Κατά Τάξεις Μεγέθους (1961-1981)

Τάξεις Μεγέθους
1961
1971
1977
1981
1-10 στρ.
261.772
225.820
219.360
247.044
10-30 στρ.
425.990
384.320
338.570
207.828*
30-50 στρ.
232.441
209.640
181.710
333.420**
50-100 στρ.
172.746
164.340
150.850
149.848
100-200 στρ.
38.912
42.760
48.030
46.612
200-500 στρ.
6.863
8.840
12.670
12.376
500 & άνω στρ
655
880
1.540
1.748
Σύνολο
1.139.379
1.036.600
952.730
998.876


Πηγή: Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας, Εξελίξεις Βασικών Μεγεθών της Ελληνικής Αγροτικής Οικονομίας, εκδ. ΑΤΕ, Αθήνα, σ. 101
*Περιλαμβάνει και την τάξη μεγέθους 10-20 στρεμμ.
**Περιλαμβάνει και την τάξη μεγέθους 20-50 στρεμμ.



ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Κατανομή Καλλιεργήσιμων Εκτάσεων σε Στρέμματα Κατά Τάξεις Μεγέθους Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων(1961-1981)

Τάξεις Μεγέθους
1961
1971
1977
1981
1-10 στρ.
1.319.882
1.134.820
1.073.150
1.204.990
10-30 στρ.
7.782.675
7.025.860
6.075.630
2.894.170*
30-50 στρ.
8.800.720
7.924.740
6.797.550
10.524.110**
50-100 στρ.
11.432.086
10.926.000
9.951.090
10.040.480
100-200 στρ.
4.981.308
5.529.880
6.174.030
6.087.310
200-500 στρ.
1.852.918
2.432.580
3.388.070
3.400.950
500 & άνω στρ
563.167
889.060
1.089.090
2.766.660
Σύνολο
36.732.756
35.862.940
34.548.610
36.918.670


Πηγή: Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας, Εξελίξεις Βασικών Μεγεθών της Ελληνικής Αγροτικής Οικονομίας, εκδ. ΑΤΕ, Αθήνα, σ. 101
*Περιλαμβάνει και την τάξη μεγέθους 10-20 στρεμμ.
**Περιλαμβάνει και την τάξη μεγέθους 20-50 στρεμμ.


Οι Πίνακες 1 και 2 υποδεικνύουν πως βασικό διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ελληνικής αγροτικής οικονομίας αποτέλεσε το μικρό μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και ο κατακερματισμός τους (μέσω των αγοραπωλησιών και του κληρονομικού δικαίου) σε πολλά διαφορετικά αγροτεμάχια. Ενώ λοιπόν λόγω της συμπληρωματικής αγροτικής μεταρρύθμισης του 1952 η μέση στρεμματική έκταση ανά αγροτική εκμετάλλευση μειώθηκε από 35,8 στρέμματα[8] σε 32,2  στρέμματα το 1961, έκτοτε ακολούθησε μια (σχετική) ανοδική πορεία: το 1971 ανήλθε στο επίπεδο των 34,6 στρεμμάτων,  το 1977 στο επίπεδο των 36,2 στρεμμάτων, για να καταλήξει στο επίπεδο των 37 στρεμμάτων το 1981. Παράλληλα, η διαδικασία κατακερματισμού των μικρών αυτών κλήρων στην εξεταζόμενη περίοδο κυμάνθηκε ως εξής: το 1950 αντιστοιχούσαν 6,5 αγροτεμάχια για κάθε κλήρο, 7,1 το 1961, 6,3 το 1971 και 6,5 αγροτεμάχια ανά κλήρο το 1977[9].
Ωστόσο, παρά  την κυριαρχία των μικρού μεγέθους, κατακερματισμένων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η ελληνική γεωργία εισέρχεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 στην τροχιά ενός εντυπωσιακού παραγωγικού εκσυγχρονισμού: ο αριθμός των χρησιμοποιούμενων τρακτέρ θα αυξηθεί από 5.000 το 1952, σε 31.237 το 1963, 110.000 το 1971 και 221.919 το 1980[10]. Επιπροσθέτως, η χρήση λιπασμάτων ακολούθησε μεταπολεμικά μια αντίστοιχη ανοδική τάση: από 1,8 κιλά ανά στρέμμα το 1949-1950 εκτοξεύτηκε στα 43 κιλά το 1976. Ένα σημαντικό μέρος του συνόλου των αγροτικών οικογενειών που κατείχε μια νανώδη αγροτική εκμετάλλευση 10-30 στρεμμάτων, ιδιαιτέρως των ορεινών, ημιορεινών αλλά και των πεδινών περιοχών, όπου δεν είχαν πραγματοποιηθεί εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, ουτως ώστε να είναι δυνατή η καλλιέργεια εμπορεύσιμων (πλην του σιταριού) βιομηχανικών προϊόντων όπως ο καπνός, το βαμβάκι ή τα ζαχαρότευτλα, ήταν αναγκασμένες (ή καταδικασμένες) να "επιμένουν" στην πατροπαράδοτη καλλιέργεια σιτηρών, με τον όγκο της ετήσιας παραγωγής να επάρκει μόνο για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του νοικοκυριού. Ακόμα και κατά τη δεκαετία του 1960, συνέχιζαν να υφίσταντο αρκετά τέτοιου τύπου παραδοσιακά, πατριαρχικά οργανωμένα γεωργοκτηνοτροφικά νοικοκυριά αυτοκατανωλωτικού χαρακτήρα. Όλα τα παραπάνω, η ύπαρξη πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού-υπερπληθυσμού εργατικών χεριών, η απουσία εναλλακτικών ευκαιριών απασχόλησης σε μη αγροτικούς τομείς της τοπικής οικονομίας, η αδυναμία τοποθέτησης πλεονάζοντος προϊόντος στην αγορά, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης[11], συνθέτουν τη ζοφερή εικόνα μιας κοινωνικής κατηγορίας η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως αγροτικό υποπρολεταριάτο. Παράλληλα, κατά τη δεκαετία του 1960, ενεργοποιείται μια ευρεία διαδικασία εμπορευματοποίησης της αγροτικής παραγωγής, η οποία θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την διάλυση χιλιάδων αγροτικών νοικοκυριών και την εκκίνηση μιας αντίστοιχης διαδικασίας κοινωνικής και ταξικής διαφοροποίησης εντός της σχετικά ομοιογενούς και αδιαφοροποίητης έως τότε αγροτιάς. Υπό τη δεδομένη κοινωνικο-οικονομική συγκυρία πυροδοτείται μια διαδικασία αγροτικής εξόδου, ένα μεγάλο κύμα φυγής προς τα αστικά κέντρα του εσωτερικού και του εξωτερικού. Κατά την περίοδο 1956-1961 μετακινήθηκαν από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα του εσωτερικού 408.500 άτομα, εκ των οποίων 218.000 στην Αθήνα[12], στελεχώνοντας μαζικά τον δυναμικά αναπτυσσόμενο τότε κλάδο των κατασκευών. Και βέβαια, κατά τη δεκαετία του 1960 και έως το 1973, αγροτική έξοδος (περίπου 1.000.000 άτομα) προσανατολίζεται προς τις βιομηχανικές περιοχές του εξωτερικού, κυρίως της Δυτικής Ευρώπης.
Έτσι σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού[13], ο αγροτικός πληθυσμός από 47,5% του συνολικού πληθυσμού το 1951, μειώνεται σε 43,8% το 1961, σε 35,2% το 1971 και 30,3% το 1981. Αντιστοίχως, ο οικονομικά ενεργός αγροτικός πληθυσμός μειώνεται από 48,2% του συνολικού οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1951, σε 53,9% το 1961, σε 40,6% το 1971  και σε 27,4% το 1981. Ο αριθμός των μικρών εκμεταλλεύσεων, έχει μειωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ενώ ο αριθμός των σχετικά μεγάλων, για τα ελληνικά δεδομένα, ή των μεγάλων εκμεταλλεύσεων (με περισσότερα 100 στρέμματα) έχει αυξηθεί. Επίσης, το σύνολο της κατεχόμενης γεωργικής γης από εκμεταλλεύσεις με μεγάλο κλήρο (περισσότερα από 100 στρέμματα) αυξήθηκε, όπως άλλωστε αυξήθηκε και η ενοικίαση γης, η οποία προσέγγισε, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, περί το 25% της συνολικά καλλιεργούμενης γης σε εθνικό επίπεδο[14].


β) Η Κοινωνική και Πολιτική Συγκυρία της Μεταπολίτευσης: Αυταρχικός Κρατισμός και Κομματική Πόλωση


Η ολοκλήρωση της διαδικασίας μετάβασης από τη δικτατορία στον αστικό κοινοβουλευτισμό, κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου 1974, σηματοδοτεί για τον ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό τη μετάβαση σε μια νέα ιστορική περίοδο. Υπό την ηγεσία του Καραμανλή, το αστικό πολιτικό προσωπικό συντάσσει μια νέα πολιτική γραμμή απόσπασης της λαϊκής συναίνεσης και ανοχής, αυτή του «εκσυγχρονισμού», που δεν είναι τίποτε άλλο από τη στρατηγική εμπέδωσης ενός σύγχρονου αυταρχικού κρατισμού στα πλαίσια της αστικής πολιτικής νομιμότητας και του αστικού «κράτους δικαίου»[15].
Κεντρικούς σταθμούς της διαδικασίας μετάβασης αποτελούν η αποδιάρθρωση του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού θεσμικού πλαισίου (κατάργηση στις 23 Σεπτεμβρίου 1974 του Α.Ν. 509), οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 και η έκβαση του πολιτειακού δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974 (το 69,18% των ψηφισάντων τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, έναντι του 30,82% που ψήφισε υπέρ της βασιλευόμενης).
Η αποκατάσταση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων συγκροτεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο πολιτικών ευκαιριών για την ανάπτυξη δυναμικών αγώνων. Η πρώτη μεταπολίτευση, για μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτελεί μια περίοδο  πολιτικής στράτευσης και ριζοσπαστικής πολιτικής κινητοποίησης, η οποία εκβάλλοντας στους κομματικούς σχηματισμούς θα λάβει χαρακτηριστικά κομματικής πόλωσης. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Γ. Βούλγαρης[16], υποδεικνύουν μια ανοδική τάση κομματικοποίησης του κοινωνικού ιστού: κατά το 1977-78 η οργανωτική δύναμη της Ν.Δ. προσέγγιζε περί τα 20.000 μέλη, αυτή του ΠΑΣΟΚ τα 25.000-30.000 μέλη, του ΚΚΕ τα 25.000 μέλη και του ΚΚΕ Εσ. τα 6.000 μέλη. Το 1981 η Ν.Δ. δήλωνε πάνω από 130.000  μέλη, το ΠΑΣΟΚ 110.000, το ΚΚΕ 46.000 και το ΚΚΕ Εσ. περίπου 7.000.
Μετά το 1977, και ιδιαίτερα μετά τη νέα ενεργειακή κρίση του 1979-80, παρότι παρατηρείται μια τάση κάμψης των κοινωνικών αγώνων, τα σημάδια της αποδιάρθρωσης της πολιτικο-ιδεολογικής ηγεμονίας της Ν.Δ. και της αντίστοιχης αδυναμίας απόσπασης της λαϊκής συναίνεσης από πλευρας της κυβερνώσας παράταξης, θα είναι εμφανέστατα.

γ) Οργανωτική δομή και διεκδικητικές πρακτικές του αγροτικού κινήματος: πρίν και μετά τη Δικτατορία

Οι Αγροτικοί Σύλλογοι, οι οποίοι εμφανίστηκαν δυναμικά στο κοινωνικο-πολιτικό προσκήνιο της μεταπολίτευσης ως πρωτοβάθμια οργανωτική μορφή - πυρήνας του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, έλκουν την καταγωγή τους από τις πρώτες επαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις αγροτών που συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, εντός του πολιτικά ασφυκτικού περιβάλλοντος της καθημαγμένης μετεμφυλιακής αγροτικής Ελλάδας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μέχρι τώρα έρευνας στο αρχειακό υλικό της ΓΕΣΑΣΕ,  η πρώτη τοπική συνδικαλιστική οργάνωση αγροτών ιδρύθηκε το 1951 στην επαρχία Αιγιαλείας και ονομάστηκε Αγροτικός Σύλλογος Πατρών, με πρόεδρο τον Νίκο Φιλιππακόπουλο[17]. Βέβαια, αξίζει να επισημανθεί πως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αρκετές σποραδικές αγροτικές κινητοποιήσεις έλαβαν χώρα πριν τη συγκρότηση συνδικαλιστικών οργανώσεων και χωρίς –οποιασδήποτε απόχρωσης- κομματική "κάλυψη". Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, με πρωτοβουλία είτε αγροτών είτε διαφόρων τοπικών παραγόντων[18] συγκροτούνται οργανωτικοί πυρήνες αλλά και αντίστοιχες ομοσπονδίες ανά επαρχιακό διαμέρισμα σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως στη Θεσσαλία, στην Κεντρική Μακεδονία, στην Κρήτη, αλλά και στους νομούς Δράμας, Σερρών, Πιερίας και Αιτωλοακαρνανίας. Η οργανωτική πύκνωση του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος θα εντείνει τις διαβουλεύσεις για σταδιακή πανελλαδική δικτύωση του κινήματος, οι οποίες θα καρποφορήσουν τον Φεβρουάριο του 1957, με τη συγκρότηση δευτεροβάθμιου οργάνου υπό την επωνυμία Γενική Συνομοσπονδία Αγροτών Ελλάδας (η οποία το 1977 μετονομάστηκε σε Γενική Συνομοσπονία Αγροτικών Συλλόγων Ελλάδας). Στην πρώτη Γενική Συνέλευση της Συνομοσπονδίας πρόεδρος του Δ.Σ. της αναδείχθηκε ο Νίκος Φιλιππακόπουλος, για να τον διαδεχθεί το 1964 ο (δικηγόρος στο επάγγελμα, στέλεχος της Ένωσης Κέντρου και από το 1974 του ΠΑΣΟΚ) Στέλιος Μπαζιάνας, ο οποίος παρέμεινε στο αξίωμά του έως το 1981.
Η αγωνιστική δράση των αγροτικών πληθυσμών αποκτά ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά κατά τη δεκαετία του 1960. Τον Ιούλιο του 1960, έπειτα από πρωτοβουλία των Ομοσπονδιών Αγροτικών Συλλόγων της Περιφέρειας Θεσσαλίας, λαμβάνουν χώρα «ογκώδεις» συγκεντρώσεις σιτοπαραγωγών, οι οποίοι αρνούνταν να παραδώσουν τις σοδειές τους στις τιμές που καθόρισαν οι Ενώσεις Συνεταιρισμών, ενώ θα ακολουθήσει νέο συλλαλητήριο τον Φεβρουάριο του 1961, αλλά και νέα πανθεσσαλική αποχή έντεκα ημερών από τη συγκέντρωση σιταριού και την τροφοδοσία των αγορών των πόλεων τον Ιούλιο του 1961[19]. Στα αιτήματα των απεργών αγροτών συμπεριλαμβάνονταν εκτός από την αύξηση των τιμών πώλησης των προϊόντων τους, το αίτημα για αναστολή των χρεών τους προς την ΑΤΕ και η ενίσχυσή τους με νέα χαμηλότοκα δανεια. Παράλληλα, κατά την ίδια περίοδο διεξάγονται μεγάλες κινητοποιήσεις καπνοπαραγωγών στη Δράμα, στις Σέρρες, στην περιοχή του Αγρινίου, στην Πτολεμαϊδα, αλλά και στη Σάμο[20], συλλαλητήρια σταφιδοπαραγωγών στην Πάτρα, στα Χανιά και στο Ηράκλειο. Επίσης, επισημαίνεται ότι η πρώτη  διοργάνωση επετειακού εορτασμού της εξέγερσης του Κιλελέρ πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου 1961. Σποραδικές κινητοποιήσεις θα πραγματοποιηθούν και κατά τα επόμενα χρόνια, ωστόσο η πιο δυναμική φάση του προδικτατορικού αγροτικού κινήματος εντοπίζεται στην περίοδο 1964-1967. Η εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου τον Φεβρουάριο του 1964, η οποία σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην μεταστροφή του αγροτικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στις πληττόμενες καπνοπαραγωγικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας[21], διάνοιξε ένα νέο πεδίο διεκδικητικής δράσης, ενδεχομένως ένα νέο συγκρουσιακό κύκλο. Σύμφωνα λοιπόν με τα υπάρχοντα διαθέσιμα στοιχεία, στην πρωτοπορία του κινήματος τέθηκαν οι κλάδοι των σιτοπαραγωγών και των καπνοπαραγωγών, με τη διοργάνωση μεγάλων συλλαλητηρίων στις περιοχές Δράμας, Καβάλας, Σερρών, Πιερίας, Αγρινίου και Θεσσαλονίκης. Πέραν των κινητοποιήσεων με που πραγματοποιούνται σε πόλεις της επαρχίας κατά το διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 1965 με αφορμή τις παρεμβάσεις του Θρόνου, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες διακριτές περιπτώσεις, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστουν ως διαδοχικές στιγμές κορύφωσης του προδικτατορικού αγροτικού κινήματος[22]: την διαδήλωση 5.000-6.000 σταφιδοπαραγωγών του Ηρακλείου στις 25 Ιουλίου 1964, οι οποίοι εισέβαλλαν στη Νομαρχία, ενώ ακολούθησαν συγκρούσεις με δυνάμεις της Χωροφυλακής και του Στρατού στους δρόμους της πόλης. Επίσης τη συγκέντρωση 30.000 καπνοπαραγωγών του νομού Δράμας στις 25 Νοεμβρίου του 1965 στο γήπεδο της πόλης, κατά την οποία "προετοιμάστηκε" η μεγάλη διαδήλωση που ακολούθησε μια εβδομάδα αργότερα. Τη διαδήλωση 10.000 σιτοπαραγωγών του νομού Θεσσαλονίκης στις 10 Ιουνίου 1966, οι οποίοι με τα τρακτέρ τους θα διασπάσουν τα μπλόκα της Χωροφυλακής στις εισόδους της πόλης και θα εισβάλλουν στη Θεσσαλονίκη. Στην προσπάθεια τους σε νέα διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε ένα μήνα αργότερα, στις 10 Ιουλίου 1966, να επαναλάβουν το ίδιο, οι δυνάμεις της Χωροφυλακής δεν θα διστάσουν θα ανοίξουν πυρ με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 150 αγρότες. Η τελευταία μεγάλη αγροτική κινητοποίηση πριν την επιβολή της δικτατορίας πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου του 1967, όταν περίπου 10.000 καπνοπαραγωγοί του Νομού Πιερίας κατέλαβαν 66 χιλιόμετρα της Εθνικής Οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης, απλώνοντας δέματα καπνού σε διάφορα σημεία και διακόπτοντας για πολλές ώρες την κυκλοφορία των οχημάτων. Αυτή ήταν σε αδρές γραμμές η αγωνιστική παρακαταθήκη του προδικτατορικού αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς η επιβολή της δικτατορίας θα διακόψει την ορμητική άνοδο της αγωνιστικής διαθεσιμότητας στην ύπαιθρο. Μετά την επιβολή της δικτατορίας, παρά το γεγονός ότι αρκετοί Σύλλογοι εμφανίστηκαν από τους μηχανισμούς του καθεστώτος να στηρίζουν την «Εθνικήν Κυβέρνησιν» μέσω της αποστολής πλειάδας συγχαρητηρίων τηλεγραφημάτων, αποτέλεσαν τη μόνη κατηγορία συνδικαλιστικών οργανώσεων που διαλύθηκαν εξ’ ολοκλήρου, με τους Α.Ν. 31/67 και Α.Ν. 237/29-12-1967[23].
Στην ύπαιθρο, όπως και στους υπόλοιπους κοινωνικούς χώρους, η ομαλή μετάβαση στον αστικό κοινοβουλευτισμό το φθινόπωρο του 1974 σηματοδότησε την απαρχή μιας συγκρουσιακής και συνάμα αντιφατικής διαδικασίας έντονων κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων, η οποία σταδιακά θα παραγάγει συγκεκριμένα ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα. Από το χειμώνα του 1974-1975, είτε έπειτα από κομματική υπόδειξη, είτε έπειτα από αυθόρμητες πρωτοβουλίες, ανασυστήνονται μέσα από Γενικές Συνελεύσεις αρκετοί Αγροτικοί Σύλλογοι και τίθενται, όπως θα δούμε, τα θεμέλια της συγκρότησης και οργανωτικής οικοδόμησης ενός μαζικού και συγκρουσιακού κινήματος. Παράλληλα, με πρωτοβουλία των τοπικών Συλλόγων οργανώνονται οι πρώτες μαζικές ανοιχτές συγκεντρώσεις, ενώ ξεσπούν και οι πρώτες αυθόρμητες και δυναμικές κινητοποιήσεις με επίκεντρο τη διανομή μοναστικών γαιών, κτημάτων του Δημοσίου ή ημιφεουδαρχικού χαρακτήρα ιδιοκτησιών, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις το «τσιφλίκι» του Βρετανού Νόελ Μπαίκερ στη Βόρειο Εύβοια(Μάιος 1975) και τα εδάφη της αποξηραμένης από το 1962 λίμνης Κάρλας(Οκτώβριος 1976). Πέραν των περιπτώσεων συγκρότησης τοπικών κινημάτων με αίτημα τη διανομή γαιών σε ακτήμονες αγρότες ή καλλιεργητές, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι κινητοποιήσεις της υπό διερεύνηση περιόδου στοχεύουν στην επίτευξη αυξήσεων των τιμών πώλησης των αγροτικών προϊόντων και στην άσκηση πίεσης για τη λήψη μέτρων στήριξης της απειλούμενης με «ξεκλήρισμα» αγροτικής μικροϊδιοκτησίας, της «αγροτιάς», από το κράτος[24].
Η μαζικοποίηση των Αγροτικών Συλλόγων κατ’ αυτήν την περίοδο θα οδηγήσει στη σύγκληση, τον Μάρτιο του 1977, του πρώτου πανελλαδικού συνεδρίου της Γενικής Συνομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ελλάδας(ΓΕΣΑΣΕ). Σ’ αυτό το 1ο Συνέδριο της ΓΕΣΑΣΕ συμμετείχαν 57 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν περί τα  25.000 μέλη από το ένα τρίτο των νομών της χώρας. Στο 15μελές Δ.Σ. της Συνομοσπονδίας εξελέγησαν 9 στελέχη που επρόσκειντο στο ΠΑΣΟΚ και 3 του ΚΚΕ, ενώ 3 θέσεις κατέλαβαν αγροτικά στελέχη που επρόσκειντο στη Νέα Δημοκρατία και την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου. Στο 2ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας, το οποίο συγκλήθηκε τον Αύγουστο του 1980, συμμετείχαν 75 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 55.000 μέλη Αγροτικών Συλλόγων από την πλειοψηφία των νομών της χώρας[25]. Στο Συνέδριο αυτό επικυρώθηκε και τυπικά η δικομματική κυριαρχία (ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ) στο οργανωμένο αγροτικό κίνημα και η σφυρηλάτηση, στο νεφελώδες πολιτικό τοπίο της πρώιμης μεταπολίτευσης, όχι μόνο της «αντιδεξιάς» σύμπραξης σε επίπεδο κομματικής κορυφής, αλλά και της ενότητας στη βάση, στο στίβο των κοινωνικών αγώνων.
Αναφορικά με την εννοιολόγηση των μορφών διεκδικητικής δράσης του αγροτικού κινήματος της μεταπολίτευσης, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε ένα συνδυασμό κινητοποιήσεων και δράσεων που κατατάσσονται και στο λεγόμενο παραδοσιακό, αλλά και στο νεωτερικό ρεπερτόριο, σύμφωνα με την τυπολογία που προτείνεται από τον Seferiades[26], βάσει της "μαχητικότητας" και της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των συμμετεχόντων σε αυτές. Όσον αφορά το ρεπερτόριο δράσης του μεταπολιτευτικού αγροτικού κινήματος, κατά αύξουσα σειρά έχουμε:

-Συγκεντρώσεις: Οι μαζικές συγκεντρώσεις με σκοπό τη διαμαρτυρία για κάποιο αγροτικό θέμα, οι οποίες εγείρουν ενθουσιασμό στους συμμετέχοντες (διακρίνονται από τις συνεδριάσεις που διεξάγονται για την συζήτηση εσωτερικών πολιτικών ή οργανωτικών θεμάτων).

-Πορείες: Η σκόπιμη κάθοδος και πομπή των αγροτών στους δρόμους μιας πόλης ή κωμόπολης, με ή χωρίς τρακτέρ, φωνάζοντας συνθήματα - διαδηλώνοντας και διατυπώνοντας παράπονα και αιτήματα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων προς τις κρατικές αρχές.

-Καταλήψεις κτημάτων: Κατάλήψεις γαιών (μοναστικών, του Δημοσίου ή ιδιωτών).

-Βίαιες Κινητοποιήσεις: Ο όρος δεν είναι ακριβής. Οι βίαιες κινητοποιήσεις δεν αποτελούν μορφή συλλογικής δράσης, αλλά μια κατάσταση στην οποία κάθε άλλη μορφή κινητοποίησης μπορεί να οδηγήσει. Ως εκ τούτου, ορίζεται ως η ταραχώδης διατάραξη της δημόσιας ειρήνης, η οποία προϋποθέτει εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ των συμμετεχόντων και των δυνάμεων καταστολής, συνήθως όταν οι συμμετέχοντες σε μια συγκέντρωση-κινητοποίηση, μετά από επίθεση από την αστυνομία και τον στρατό συγκεντρώνονται ξανά και συνεχίζουν τον αγώνα.


δ) Προς μια ερμηνεία των αξιακών πλαισιώσεων: αμάλγαμα αγροτισμού και «λαϊκο-δημοκρατικών» εγκλήσεων ή διαβρωτική επικυριαρχία ενός «αγροτικού λαϊκισμού»;

Μέσα από κείμενα και προκηρύξεις θα παρουσιαστεί ο τρόπος άρθρωσης του ιδεολογικοπολιτικού λόγου του οργανωμένου αγροτικού κινήματος, ο οποίος, με την εξαίρεση ορισμένων ελαχίστων περιπτώσεων "πρωτογενούς" παραγωγής κατά τους πρώτους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, επικαθορίστηκε από τις προγραμματικές διακηρύξεις, αναλυτικές μεθόδους και στρατηγικές επιλογές των κομματικών επιτελείων του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Σ’ αυτό το σημείο, βάσει των θεωρητικών επεξεργασιών του Ερνέστο Λακλάου[27], θα παρουσιάσουμε τις βασικές συνισταμένες της εν Ελλάδι «λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας» στη  συγκυρία της μεταπολίτευσης. Με τον όρο «λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία» δεν υπονοείται ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο ιδεολογικό σύνολο, αλλά μια ιδιότυπη και αντιφατική συγχώνευση λαϊκών ιδεολογικών εγκλήσεων και συλλογικών συμβολικών αναπαραστάσεων μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη θεωρητική αναπροσαρμογή του αναλυτικού σχήματος του Λακλάου που επιχείρησε ο Β. Καπετανγιάννης[28]: «με τον όρο λαϊκή δημοκρατική ιδεολογία εννοούνται οι δημοκρατικές παραδόσεις του λαού, τα σύμβολα, οι αξίες, η κουλτούρα κ.λπ., σε συντομία όλες οι μορφές με τις οποίες ο λαός αποκτά επίγνωση της ιστορικής ταυτότητάς του μέσω αντιπαράθεσης και πάλης ενάντια στο συγκρότημα εξουσίας […]. Οι λαϊκές παραδόσεις αποτελούν σταθερές δομές νοημάτων, αξιών και συμβόλων, ανθεκτικότερες από την κοινωνική δομή». Το σχήμα αυτό, αναδεικνύει ως ιδεολογικές συντεταγμένες της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας που εγκαλούν μεγάλα τμήματα των λαίκών τάξεων, πρωτίστως την εαμική εμπειρία, τον αντι-ιμπεριαλισμό-αντιαμερικανισμό και τον εθνισμό(«εθνική ανεξαρτησία»), το λεγόμενο «αντιδεξιό σύνδρομο»(συμπυκνωμένη έκφραση του οποίου αποτελούν συνθήματα του τύπου «Όχι στο κράτος της δεξιάς» ή «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά»), τον αντιμοναρχισμό, τον αντιχουντισμό. Στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης αποδοχής του σχήματος αυτού, όσον αφορά τον αγροτικό κόσμο θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε την περίπτωση της εξέγερσης του Κιλελέρ(η οποία απέκτησε πολλαπλάσια ισχύ στο συλλογικό φαντασιακό του εξαθλιωμένου αγροτικού κόσμου), την εμπειρία των αγροτικών αγώνων της μετέπειτα εποχής και ενδεχομένως(το θέτω ως υπόθεση εργασίας), τις καθημερινές μορφές αντίστασης των αγροτών[29]. Ο Βερναρδάκης[30], αποδεχόμενος το σχήμα που εισήγαγε ο Καπετανγιάννης, σημειώνει καταρχήν πως στη συγκυρία της μεταπολίτευσης οι λαϊκοδημοκρατικές εγκλήσεις δεν λαμβάνουν το χαρακτήρα «"θρησκευτικής-συμβολικής" αναφοράς», αλλά ότι η «συγκεκριμένη πραγματικότητα των κοινωνικών αγώνων και ταξικών συγκρούσεων ή οικονομικών διεκδικήσεων ενεργοποιεί τη λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία, της προσδίδει ρόλο "συνοχής" του χθές με το σήμερα […], επαναφέρει και συντηρεί στη συλλογική μνήμη τη "βιωμένη" εμπειρία  της αντιπαλότητας στο συγκρότημα εξουσίας. Και κάτι τέτοιο είναι λογικό· δεν μπορεί να υφίσταται κοινωνικό ή πολιτικό υποκείμενο ως τέτοιο που να στερείται ιστορίας και προϋποθέσεων, που να μην είναι φορέας, έστω και αυθόρμητα, μιας "βιωμένης παράδοσης"». Επιχειρώντας να αντικρούσει τις κριτικές (βλ.παρακάτω) που ανάγουν τις λαϊκο-δημοκρατικές παραδόσεις σε «ιερατικό μύθο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ο Βερναρδάκης διευκρινίζει με σαφήνεια πως δεν είναι αυτή καθαυτή η "παράδοση" που ενεργοποιεί τους κοινωνικούς αγώνες, αλλά η όξυνση των συγκεκριμένων αντιθέσεων κάθε συγκυρίας.
Επί του παραπάνω σχήματος, εξαντλητική κριτική ασκεί ο Α. Ελεφάντης[31]. Συνοπτικά αναφέρω τα πιο βασικά σημεία: όσον αφορά τη «λαϊκή δημοκρατική παράδοση» του ΕΑΜ, τονίζει πως «…ανακατασκευάστηκε με βάση τις ιδεολογίες της μεταπολίτευσης και τις ανάγκες των πολιτικών δυνάμεων που καθοδήγησαν τους ανθρώπους και διερμήνευσαν τις ιδεολογίες». Ισχυρίζεται δηλαδή πως η ανάκληση και η επίμονη επίκληση των σχημάτων και των μορφών της παράδοσης, και ειδικά του εαμικού κινήματος, καθιέρωσε μια διαδικασία υποκατάστασης και σχηματικών αντιστοιχήσεων με στόχο την άνοδο μιας νέας ηγετικής ομάδας, αυτής του ΠΑΣΟΚ,  στην εξουσία. Ο αγώνας της ηγετικής αυτής ομάδας για την εξουσία παρουσιάστηκε ως αγώνας για να έλθει ο λαός στην εξουσία· οι λαϊκές τάξεις, στη βάση της σχηματικής ανάγνωσης των λαικοδημοκρατικών παραδόσεων στην τότε συγκυρία, οι οποίες ταύτιζαν το ΕΑΜ με το ΠΑΣΟΚ, την Κατοχή με το «κατεστημένο», τους ταγματασφαλίτες με τη Νέα Δημοκρατία, κ.λπ., πέτυχαν στις εκλογές του 1981 μια νίκη αναδρομική, νίκησαν το 1981 όχι τη Δεξιά που είχε μπροστά του, δηλαδή την πολιτική εκφραση του σύγχρονου καπιταλισμού στον τόπο, αλλά τη Δεξιά της Λευκής Τρομοκρατίας και της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, ενώ ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός και οι αντσυμβατικές συλλογικές συμπεριφορές της περιόδου εξαντλήθηκαν σε "οικονομίστικες" διεκδικήσεις. Με την εμφάνιση λοιπόν του ΠΑΣΟΚ στο πολιτικό στερέωμα της μεταπολίτευσης, τονίζει ο Ελεφάντης, συγκροτείται μια λαϊκιστική πολιτική ιδεολογία εξουσίας, ένα πολιτικό ρεύμα λαϊκισμού που θα ενοποιήσει τα εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα στη βάση του μετασχηματισμού και της αλλοίωσης των διάχυτων, αυθόρμητων λαϊκών αντιλήψεων και συλλογικών αναπαραστάσεων. Έτσι, στο πλαίσιο μιας ευνοϊκής κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, ο λαϊκισμός, που αποτελεί ιδεολογία μη λαϊκή, ιδεολογία που προσιδιάζει στους μικροαστούς, και ιδίως τη νέα μικραστική τάξη που λειτούργησε σαν εργαστήρι του και ως συλλογικός αναμεταδότης του, κυριάρχησε ολοκληρωτικά στο λαϊκό κίνημα.
Όσον αφορά αυτό καθαυτό το αντικείμενο της παρούσας εργασίας, τον αγροτικό κόσμο, μπορούμε να πουμε ότι πράγματι, η λαϊκιστική ιδεολογία επενδεδυμένη ένα ρηχό αντιπλουτοκρατισμό, προβάλλοντας την υπόσχεση προστασίας από το κεφάλαιο αλλά όχι από την κεφαλαιοκρατία, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι «επιτέλους πια σ’ αυτόν τον τόπο» οι οικονομικές διεκδικήσεις και τα αιτήματα του αγροτικού κινήματος θα βρούν ικανοποιητική διέξοδο, ότι το μαράζωμα της υπαίθρου θα σταματήσει με τον απλούστατο καθορισμό τιμών «Αθηνών και όχι Βρυξελλών», βρήκε γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια και την άνδρωσή του ως πολιτική ιδεολογία εξουσίας.
Άλλωστε, ήδη από τις αρχές του 1979 οι κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου, χωρίς να παρουσιάζουν τάσεις απομαζικοποίησης, μειώνονται αισθητά, π.χ. στις αρχές του 1980 και του 1981 ως αγωνιστική κορύφωση του κινήματος καθιερώνονται οι «εβδομάδες κινητοποιήσεων» ενάντια στην κυβέρνηση της Ν.Δ.[32] Η κάμψη αυτή, κάμψη αριθμητική και ποιοτική, ευθυγραμμίστηκε με το γενικότερο πολιτικό κλίμα προσμονής των επερχόμενων εκλογών.

Τάσος Τριγώνης,
 Ιανουάριος 2010.



[1] Πρόταση εργασίας που υποβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2010, στα πλαίσια του σεμιναρίου Συγκρουσιακή Πολιτική, Συλλογική Δράση, Κοινωνικά Κινήματα, του ΠΜΣ του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
[2]  Σε συμβολικό επίπεδο, η ρήξη υλοποιήθηκε με την άρνηση των αγροτοσυνδικαλιστών του ΚΚΕ να ψηφίσουν υπέρ της ανακήρυξης του Σ. Μπαζιάνα, τέως προέδρου (1964-67 και 1977-1981) της Συνομοσπονδίας σε επίτιμο, καθώς «όποιος είναι αγωνιστής φτάνει μέχρι το τέλος της διαδρομής», όπως τόνισε ο Σπ. Στριφτάρης. Βλ. Πρακτικά 4ου Συνεδρίου Γενικής Συνομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ελλάδας, 4-6 Ιουλίου 1986, σ. 46.
[3] Για την έννοια της σύμβασης, βλ. Tarrow S., 1998, Power in Movement Social Movements and Contentious Politics, Cambridge University Press, Cambridge. Ο Tarrow ταξινομεί τις μορφές συλλογικής δράσης σε ένα συνεχές, το οποίο εκκινεί από τη βία, έχει ως ενδιάμεση βαθμίδα την παρεμπόδιση και καταλήγει στη σύμβαση(την ανάληψη δράσεων οι οποίες ενέχουν μικρό ατομικό και συλλογικό κόστος και την μετατροπή/μετάλλαξη των θεσμικών εκφράσεων των κοινωνικών κινημάτων σε «κοινωνικούς εταίρους»).
[4] Και μάλλον το κατάφερε. Στο 4ο Συνέδριο της ΓΕΣΑΣΕ, ο Κώστας Νάσσης, παλαίμαχος συνδικαλιστής και πρόεδρος τότε του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας δήλωνε: «…το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας από το 1974 και πέρα […] πήρε μια ακμή όσο δεν πήρε ποτέ άλλη φορά στην ιστορία της χώρας μας […]. Και την πήρε αυτή την ακμή και την ισχύ χωρίς να υπάρχει κανένα νομοθέτημα περί αγροτικών συλλόγων. Δυστυχώς από τότε που έγινε ο Νόμος 1361, αυτό το εξαιρετικό αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα άρχισε να υποβαθμίζεται[…] και σήμερα ομολογουμένως, αυτό το κίνημα είναι συρρικνωμένο στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό». Αλλά και ο Δημήτρης Παπαθανασόπουλος, στο χαιρετισμό του ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ Εσ. στο Συνέδριο τόνιζε:«…ενθυμούμαστε με κάποιο είδος νοσταλγίας αυτές τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις των αγροτών κατά την περίοδο 1974-1980, όπου έπαιρναν μέρος χιλιάδες, και πολλές φορές δεκάδες χιλιάδες αγρότες. Και βλέπουμε σήμερα, που τα προβλήματα έχουν οξυνθεί, να έχουμε κινητοποιήσεις άμαζες, που φθάνουν μετά βίας πολλές φορές, τους 100 ή τους 200 αγρότες». Βλ. Πρακτικά 4ου Συνεδρίου…, ό.π., σ. 24-25 και 21 αντίστοιχα.
[5] Μωυσίδης Α., 1986, Η Αγροτική Κοινωνία στη Σύγχρονη Ελλάδα, εκδ. Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, σ. 74.
[6] Στο ίδιο, σ. 74.
[7] Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας, Εξελίξεις Βασικών Μεγεθών της Ελληνικής Αγροτικής Οικονομίας, εκδ. ΑΤΕ, Αθήνα, σ. 101.
[8] Μωυσίδης Α., ό.π., σ. 57.
[9] ΑΤΕ, Εξελίξεις Βασικών…, ό.π., σ. 81.
[10] Μωυσίδης Α., ό.π., σ. 333.
[11] Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης του αγροτικού κόσμου κατά τη δεκαετία του 1960, ο Ν. Ψυρούκης αναφέρει: «Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δόθηκαν στη Βουλή το 1962, περίπου το 50% των αγροτικών νοικοκυριών είχαν έσοδα μικρότερα από τα έξοδα καλλιέργειας και μόλις το 35% πραγματοποιούσαν εισοδήματα ίσα με τις δαπάνες συντήρησής τους, Η φτώχεια σ’ ορισμένες ζώνες της ελληνικής υπαίθρου είχε φτάσει στην κατάσταση της μόνιμης μάστιγας. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, για το διάστημα 1950-1965, περίπου 10.000 μικρά αγροτικά νοικοκυριά διαλύονταν το χρόνο και οι κάτοχοι τους έφευγαν για τις πόλεις ή το εξωτερικό[…]. Η κατάσταση είχε τόσο οξυνθεί που στα μέσα του 1966, ακόμα και ο φασιστικός τύπος δημαγωγικά διακύρηττε: ότι ο αγροτικός κόσμος δεν είδε μια άσπρη μέρα, πως το εισόδημα του παραμένει εξευτελιστικό, η εκμετάλλευση συνεχίζεται, η δυστυχία του μεγαλώνει. Το αγροτικό εξακολουθούσε να παραμένει το πιο οξύ εσωτερικό-κοινωνικό πρόβλημα του τόπου».
[12] Τα στοιχεία από Μωυσίδης Α., ό.π., σ. 62.
[13] Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, Απογραφές Πληθυσμού 1951, 1961, 1971, 1981.
[14] Λιοδάκης Γ., 2000, «Η καπιταλιστική ανάπτυξη της γεωργίας: Μια κριτική του νεολαϊκισμού», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, σ. 87.
[15] Βερναρδάκης Χ. – Μαύρης Γ., 1987,  «Οι Ταξικοί Αγώνες στη Μεταπολίτευση», Θέσεις.
[16] Βούλγαρης Γ., 2002, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης – Σταθερή Δημοκρατία Σημαδεμένη από τη Μεταπολεμική Ιστορία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σ. 44. Όπως τονίζει ο συγγραφέας, τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν απλώς μια τάξη μεγέθους και όχι τον ακριβή αριθμό των μελών.
[17] Στο (εξαιρετικά ελλιπές) αρχείο της ΓΕΣΑΣΕ υπάρχει το βιβλίο πρακτικών των Διοικητικών Συμβουλίων και των Γενικών Συνελεύσεων του εν λόγω Συλλόγου, με πρώτη εγγραφή τον Ιανουάριο του 1951.
[18] Να σημειωθεί πως η συγκρότηση των συλλόγων αυτών δεν ήταν έργο αποκλειστικά της Αριστεράς· πολλοί σύλλογοι ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία συντηρητικών τοπικών παραγόντων ή «αγροτιστών» πολιτευτών.
[19] Τα στοιχεία από τον τοπικό τύπο της περιοχής, Ιούνιος 1960-Αύγουστος 1961. Ο Π. Αβδελίδης, όσον αφορά την αγροτική «απεργία» του Ιουλίου του 1961, ενδεχομένως με μια δόση υπερβολής, ανεβάζει τον αριθμό των συμμετεχόντων σε όλη τη Θεσσαλία στις 200.000. Βλ. Αβδελίδης Π., 1975, Το Αγροτικό Συνεταιριστικό Κίνημα στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, σ. 206
[20]  Η καταγραφή κινητοποιήσεων ακόμα και σε νησιά, όπως π.χ. στη Σάμο και στην Κώ τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1961 αντίστοιχα, αποτελεί μια ελάχιστη ένδειξη του βαθμού αγροτικότητας της ελληνικής κοινωνίας. Μεταπολιτευτικά δεν καταγράφονται αντίστοιχες κινητοποιήσεις στον νησιωτικό χώρο, γεγονός που υποδεικνύει την δυναμική της διαδικασίας αστικοποίησης-αποαγροτοποίησης, τουλάχιστον όσον αφορά το νησιωτικό χώρο. Για τη έννοια της αγροτικότητας, βλ. Δαμιανάκος Σ., 2003, Από τον Χωρικό στον Αγρότη – Η Ελληνική Αγροτική Κοινωνία Απέναντι στην Παγκοσμιοποίηση, εκδ. Εξάντας – Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα, σ. 149 κ.ε.
[21] Κατά τη δεκαετία του 1960, ο πληθυσμός των αγροτικών περιοχών αποτελούσε περίπου τα 2/3 του συνόλου του εκλογικού σώματος, βλ. Νικολακόπουλος Η., Κόμματα και Βουλευτικές Εκλογές στην Ελλάδα 1946-1964, εκδ. Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα, σ. 336.
[22] Τα στοιχεία από Σακελλαρόπουλος Σ., 1998, Τα Αίτια του Απριλιανού Πραξικοπήματος(1949-1967) – Το Κοινωνικό Πλαίσιο της Πορείας προς τη Δικτατορία, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, σ. 305-310.
σ. 219-225 και 305-310.
[23] Μαυρογοράτος Γ.Θ., 1988,  Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη – Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στη Σημερινή Ελλάδα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, σ. 75
[24] Βασικό αίτημα – σύνθημα αναδεικνύεται το τιμές με βάση το κόστος παραγωγής
[25]  Ό.π., σ. 76. Όλα τα στοιχεία για τη σύνθεση των Συνεδρίων της ΓΕΣΑΣΕ προέρχονται από την έρευνα του Μαυρογορδάτου και των συνεργατών του. Είναι προφανές ότι χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας και αποσαφηνίσεων.
[26] Seferiades S., 1999, «Small Rural Ownership, Subsistence Agriculture, and Peasant Protest in Interwar Greece: The Agrarian Question Recast», σε Journal of Modern Greek Studies, Vol. 17, σ. 277-323.
[27] Λακλάου Ε., 1983,  Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία – Καπιταλισμός, Φασισμός, Λαϊκισμός, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη.
[28] Καπετανγιάννης Β., «Η Θεωρητική και Πολιτική Σημασία της Συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ», Ο Πολίτης, τεύχος 18, Απρίλιος 1978, σ. 100-103.
[29] Ο  Scott, μεταξύ άλλων, τονίζει ότι η μελέτη της αγροτικής διαμαρτυρίας δεν είναι επαρκής αν δεν συμπεριλαμβάνει υπόψη της τις καθημερινές μορφές αντίστασης των αγροτών: όχι μόνο την ανοικτή, οργανωμένη, πολιτική δραστηριότητα, αλλά τη διαρκή πάλη  «μεταξύ των αγροτών και εκείνων που επιδιώκουν την απόσπαση [εξ αυτών – των αγροτών] εργασίας, τρόφιμων, φόρων, ενοίκίων, καθώς και τόκων» (Scott J., 1985, Weapons of the Weak, Yale University Press, New Haven and London). Αυτές οι εξωθεσμικές, αόρατες μορφές ταξικής πάλης αποφεύγουν συνήθως την άμεση αντιπαράθεση με τις αρχές και κάνουν χρήση έμμεσων συνεννοήσεων [understandings] και ανεπίσημων δίκτύων.
[30] Βερναρδάκης Χ., 1995,  Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα(1974-1985) – Σχέσεις Εκπροσώπησης και Σχέσεις Νομιμοποίησης στο Φως του Κοινωνικού και Πολιτικού Ανταγωνισμού, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τόμος Α’, σ. 157.
[31] Ελεφάντης Ά., 1991, Στον Αστερισμό του Λαϊκισμού, εκδ. Ο Πολίτης, Αθήνα.
[32]  Μάλιστα σε αρκετές πόλεις οι κινητοποιήσεις του 1981, υπό την πίεση των αγροτικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, αναβλήθηκαν με τη δικαιολογία ότι θα προκαλέσουν αρνητική εντύπωση στην κοινή γνώμη, καθώς είχε προηγηθεί ο σεισμός στον κορινθιακό κόλπο. Συνέντευξη με τον Δημ. Δεσύλλα, γενικό γραμματέα της ΓΕΣΑΣΕ (1980-1989), 11 Ιανουαρίου 2010.